χυμευτικός

χυμευτικός
-ή, -όν, Μ
βλ. χημευτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χυμευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χυμευτή. 2. το θηλ. ως ουσ., χυμευτική η τέχνη του χυμευτή, η αλχημεία των Ελληνοαιγυπτίων και Βυζαντινών, η χρυσοχοΐα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυμευτικῶν — χυμευτικός concerning alchemy fem gen pl χυμευτικός concerning alchemy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυμευτικῆς — χυμευτικός concerning alchemy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυμευτικῇ — χυμευτικός concerning alchemy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυμευτική — χυμευτικός concerning alchemy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χημευτικός — και χυμευτικός, ή, όν, Μ 1. αλχημιστικός, αυτός που αναφέρεται στην τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χημευτική η αλχημεία, η τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χημευτικά τα βιβλία αλχημείας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”